- κακοσύνθετα
- κακοσύνθετοςill-composedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοσύνθετος — η, ο (Α κακοσύνθετος, ον) 1. (για ρητ. λόγους) αυτός που έχει συντεθεί άσχημα («κακοσύνθετα ἔπη», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει τεθεί ή συναρμολογηθεί άσχημα … Dictionary of Greek